- Ναῖε
- Νάιοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναῖε — ναίω 1 dwell pres imperat act 2nd sg ναίω 1 dwell imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ναίω 2 dwell pres imperat act 2nd sg (epic) ναίω 2 dwell imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναῖ' — ναῖε , ναίω 1 dwell pres imperat act 2nd sg ναῖε , ναίω 1 dwell imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ναῖε , ναίω 2 dwell pres imperat act 2nd sg (epic) ναῖε , ναίω 2 dwell imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek
πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… … Dictionary of Greek
Ναῖ' — Ναῖα , Νάια neut nom/voc/acc pl Ναῖε , Νάιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)